- ασυγχρώτιστος
- -η, -ο [συγχρωτίζομαι]αυτός που δεν συγχρωτίζεται με άλλον ή άλλους, ο ακοινώνητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντικοινωνικός — ή, ό 1. ο αντίθετος προς την κοινωνία και τους κοινωνικούς θεσμούς 2. αυτός που παραβιάζει την κοινωνική ησυχία και τάξη 3. ακοινώνητος, ασυγχρώτιστος με τους άλλους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κοινωνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον… … Dictionary of Greek